Συστημική σκέψη
Συστημική σκέψη

Ο Murray Bowen, ιδρυτής της διαγενεακής (transgen-erational) προσέγγισης (δεκαετία '50) έδωσε έμφαση στην επιρροή των προηγούμενων γενεών στα χαρακτηριστικά της οικογένειας. Για τον λόγο αυτόν μελετούσε το γενεόγραμμα (genogram) στο οποίο καταγράφονται γεγονότα-σταθμοί, καθώς και άλλες πληροφορίες που αφορούν στο οικογενειακό δένδρο. Τα οικογενειακά πρότυπα έχουν την τάση να επαναλαμβάνονται («μεταβιβάζονται») από γενεά σε γενεά. Περιέγραψε το τρίγωνο ως το «μόριο» κάθε συναισθηματικού συστήματος, δηλαδή ως το μικρότερο σταθερό σύστημα σχέσεων, εν αντιθέσει με τη δυάδα που τη θεώρησε ασταθές σύστημα. Σε συνθήκες στρες η δυάδα προστρέχει στη σταθερότητα του τριγώνου. Η τριγωνοποίηση (triangulation) είναι φαινόμενο κατά το οποίο ένας τρίτος -συνήθως ένα παιδί- καλείται να συμμαχήσει ή να διαιτητεύσει στη σχέση των δύο (συνήθως γονέων). Το τριγωνοποιημένο μέλος βρίσκεται σε δύσκολη θέση και γίνεται ευάλωτο στην εκδήλωση συμπτωμάτων.

Η στρατηγική-συστημική σχολή (Jackson D, Haley J, Weakland J, Watzlawick Ρ, δεκαετία '60) καθιέρωσε μια βραχεία παρέμβαση στην οικογένεια εστιασμένη στο πρόβλημα για το οποίο αυτή προσέρχεται, επιδιώκοντας τη διάσπαση του «συμπτωματικού κύκλου συμπεριφοράς». Σε ένα ζεύγος π.χ. το οποίο έχει παραπεμφθεί για υπερβολική ζηλοτυπία του ενός συζύγου παρατηρείται η εξής κυκλική συμπεριφορά: Ο «ζηλότυπος» σύζυγος «ανακρίνει» με επίμονες ερωτήσεις τον άλλο, που με τη σειρά του γίνεται πιο λιγόλογος, επιφυλακτικός και «κουμπωμένος». Η συμπεριφορά του ενισχύει την καχυποψία του πρώτου, ο οποίος γίνεται ακόμη πιο πιεστικός, κ.ο.κ. Ο θεραπευτής έχει ως στόχο να αλλάξει τη δυσλειτουργική αλληλουχία των συμπεριφορών που συντηρούν και ενισχύουν το συγκεκριμένο πρόβλημα (σύμπτωμα). Κύριες τεχνικές των στρατηγικών θεραπευτών υπήρξαν η αναπλαισίωση (refraining) και οι παράδοξες παρεμβάσεις (paradoxical interventions). Ο J. Haley και άλλοι συστημικοί θεραπευτές έχουν περιγράψει τις φάσεις και τους σταθμούς στον κύκλο ζωής της οικογένειας (family life cycle) (πίνακας 1). Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη μετάβαση από τη μία φάση στην άλλη η πολυπλοκότητα του συστήματος αυξάνει, ενώ ταυτόχρονα απαιτούνται αλλαγές για την προσαρμογή στη νέα φάση. Η μετάβαση προκαλεί στρες, ιδίως όταν είναι απρόβλεπτη, ή όταν η προετοιμασία της είναι ανεπαρκής. Ακριβώς τότε αυξάνει ο κίνδυνος να βρεθεί η οικογένεια σε κρίση και συνακόλουθα η πιθανότητα ένα μέλος της, να εμφανίσει σύμπτωμα.

Η δομική σχολή (Minuchin S, δεκαετία '60) δίνει έμφαση στα δομικά χαρακτηριστικά της οικογένειας όπως στη δομή και στην οργάνωσή της, δηλαδή στους κανόνες, στα όρια και στη διαπερατότητα των υποσυστημάτων, στην ιεραρχία, στην κατανομή εξουσίας και στην ανάπτυξη συμμαχιών στο εσωτερικό της οικογένειας. Με βάση αυτές τις έννοιες, μια οικογένεια μπορεί να καταλάβει ακραίες θέσεις (χαοτική vs άκαμπτη). Ένα μέλος της μπορεί εξίσου να βρεθεί σε ακραίες θέσεις (υπερεμπλοκή, παγιδευτική εμπλοκή vs ολοκληρωτική απεμπλοκή) (overinvolvement, en-meshment v,s disengagement). Δυσλειτουργικά είναι, ή τείνουν να είναι, τα φαινόμενα της αποδιοπόμπενσης (scapegoating) κάποιου μέλους, της τριγωνοποίησης και της γονεοποίησης (parentification). Ο «δομικός» θεραπευτής επιχειρεί την αναδόμηση (restructuring) της οικογένειας ενισχύοντας την ιεραρχία και τροποποιώντας τα όρια και τη διαπερατότητα των υποσυστημάτων της προς μια πολυπλοκότητα συμβατή με το αναπτυξιακό στάδιο που αυτή διέρχεται. Η θεραπευτική αυτή προσέγγιση έχει επικριθεί, καθότι προϋποθέτει ένα «κανονιστικό» μοντέλο οικογένειας που έχει κατά νου ο θεραπευτής.

Η συστημική σχολή τον Μιλάνον (Selvini-Palazzoli Μ, Boscolo L, Cecchin G, Prata G, δεκαετία '70) έδωσε έμφαση: (α) Στην κυκλικότητα (circularity) της θεραπευτικής συνέντευξης (κυκλικές ερωτήσεις είναι αυτές που στηρίζονται στην ανατροφοδότηση που παρέχουν οι αποκρίσεις των μελών της οικογένειας, καθώς και αυτές που από ένα μέλος ζητείται να σχολιάσει τη συμπεριφορά ή τη σχέση άλλων), (β) Στη διαδικασία σχηματισμού των υποθέσεων (hypothesizing) (ο θεραπευτής συνδέει τη συμπτωματική ή μη συμπεριφορά ενός μέλους με οικογενειακά δυναμικά και συμβάντα, (γ) Στην ουδετερότητα (neutrality) (ο θεραπευτής συμμαχεί εξίσου με όλους) και (δ) στη θετική σημασιοδότηση (positive connotation) του συμπτώματος. Με τις τεχνικές αυτές οι θεραπευτές προσπαθούν να αλλάξουν τα δυσλειτουργικά πρότυπο/ συναλλαγής στα οποία είναι παγιδευμένη η οικογένεια και τα οποία πυροδοτούν ή συντηρούν το σύμπτωμα.

Σύμφωνα με τη σύγχρονη συστημική επιστημολογία, ο θεραπευτής δεν είναι αντικειμενικός παρατηρητής αλλά μέλος του θεραπευτικού συστήματος (δεύτερη κυβερνητική (second order cybernetics), von Foerster, δεκαετία '80). Επιπλέον, συγκατασκευάζει με την οικογένεια μια καινούργια πραγματικότητα (κονστρουκτιβισμός, contructivism, και κοινωνικός κονστρουξιονισμός, social constructionism, Gergen, Anderson & Goolishan, δεκαετία '80). Εστιάζει στις πεποιθήσεις, στις αφηγήσεις και στα νοήματα των συμπεριφορών, παρά στις ίδιες τις συμπεριφορές. Αποποιείται, εν μέρει τουλάχιστον, τον ρόλο του γνώστη-ειδικού, και υιοθετεί τον ρόλο του συζητητή.

Η αφηγηματική (narrative) προσέγγιση (White Μ., Epston D., δεκαετία '90) βλέπει τη θεραπεία ως μια διαδικασία επανέκδοσης (re-editing) των ιστοριών των ασθενών και των οικογενειών τους. Νέες εξιστορήσεις-αφηγήσεις αναδύονται, οι κυρίαρχες παλαιές αποδομούνται και στη συνέχεια αναδομούνται μέχρις ότου οι θεραπευόμενοι αποκτήσουν μια αίσθηση συνέχειας και νοήματος στη ζωή τους.