Ως αϋπνία (insomnia) ορίζεται, τόσο η ανεπαρκής ποσότητα του ύπνου (το άτομο δεν μπορεί να κοιμηθεί ή αδυνατεί να συντηρήσει τον ύπνο του, ανεξάρτητα από την παρουσία ή μη εμφανούς αιτίου), όσο και η κακή ποιότητά του. Τα άτομα που πάσχουν από αϋπνία αναφέρουν καθυστέρηση στην επέλευση του ύπνου (delayed sleep onset) ή και πρώιμη πρωινή αφύπνιση (early morning awakening) ή και δυσκολία στη συντήρηση του ύπνου (sleep maintenance difficulties) κατά τη διάρκεια της νύχτας. Οι αϋπνικοί συνήθως απασχολούνται υπερβολικά με το πρόβλημα του ύπνου, δυσφορούν εξαιτίας της αϋπνίας, ενώ ταυτόχρονα εκφράζουν υπερβολικούς φόβους για τις ενδεχόμενες βραχυπρόθεσμες ή και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της διαταραχής στην υγεία τους, τη συμπεριφορά τους και τη γενικότερη λειτουργικότητά τους. Απαραίτητη προϋπόθεση για να τεθεί η διάγνωση της αϋπνίας είναι τα συμπτώματα που προαναφέρθηκαν να υπάρχουν τουλάχιστον 3 φορές την εβδομάδα για διάστημα ενός μηνός. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το βασικό κριτήριο για τη διάγνωση της αϋπνίας είναι η υποκειμενική δυσφορία αναφορικά με την ποσότητα και την ποιότητα του ύπνου, και όχι το πόσο πραγματικά κοιμάται κανείς, καθόσον ο απόλυτος χρόνος του νυκτερινού ύπνου ποικίλει στον γενικό πληθυσμό ο μέσος όρος κυμαίνεται μεν γύρω στις 7,5 (ώρες ημερησίως στις αναπτυγμένες χώρες, αλλά η διακύμανση είναι μεγάλη και υπάρχουν άτομα που κοιμούνται αρκετά λιγότερες ώρες από τον μέσον όρο (short sleepers) χωρίς να δυσφορούν ή να επηρεάζεται η ημερήσια λειτουργικότητα τους, ενώ υπάρχουν άλλα άτομα που έχουν ανάγκη περισσότερες ώρες ύπνου (long sleepers) ώστε να νιώσουν ξεκούραστα και με ικανοποιητική λειτουργικότητα.
Η αϋπνία διακρίνεται σε πρωτοπαθή και δευτεροπαθή, ανάλογα με το κατά πόσον μπορεί να ανιχνευθεί ή όχι κάποιος υπεύθυνος αιτιολογικός παράγοντας. Η δευτεροπαθής αϋπνία είναι η συχνότερη μορφή αϋπνίας και αποτελεί σύμπτωμα πολλών ψυχικών και σωματικών παθήσεων, ποικίλων πρωτοπαθών διαταραχών του ύπνου, αποτέλεσμα της χορήγησης ή/και διακοπής φαρμάκων και άλλων ουσιών, και τέλος αποτέλεσμα περιβαλλοντικών επιδράσεων. Ως αντιπροσωπευτικά σωματικά νοσήματα που σχετίζονται με την εμφάνιση αϋπνίας αναφέρονται:
Στην πρωτοπαθή αϋπνία, το κύριο σύμπτωμα είναι η παρουσία αϋπνίας σε συνδυασμό με μειωμένη λειτουργικότητα κατά τη διάρκεια της ημέρας, χωρίς να συνυπάρχει άλλη εμφανής σωματική ή ψυχική διαταραχή. Ο τύπος αυτός της αϋπνίας συνοδεύεται με μαθημένες συμπεριφορές και παθογόνες γνωσιακές συσχετίσεις που δεν ευοδώνουν τον ύπνο, όπως η αγωνιώδης προσπάθεια να κοιμηθεί κάποιος όταν το επιθυμεί. Η υπεραπασχόληση με τον ύπνο και η υπερβολική αυτή προσπάθεια οδηγούν σε συμπτώματα αυξημένης σωματικής έντασης (ανησυχία, μυϊκή ένταση, αυξημένη αγγειοσυστολή) που είναι ασύμβατα με τον ύπνο και μοιραία οδηγούν σε αϋπνία. Η κατάσταση αυτή οδηγεί σε φαύλο κύκλο, όπου τα συμπτώματα της εγρήγορσης οδηγούν σε αϋπνία και υπερβολικό φόβο για αϋπνία, καταστάσεις που επανατροφοδοτούν την αύξηση του επιπέδου εγρήγορσης και τανάπαλιν. Έτσι, ο ασθενής μπορεί να κοιμάται ευκολότερα σε περιστάσεις που δεν έχουν συνδεθεί με συνθήκες κάτω από τις οποίες συνήθως αποπειράται την επέλευση του ύπνου (π.χ. μπορεί να κοιμηθεί καθιστός σε ένα ταξίδι με το τρένο, αλλά δυσκολεύεται να τον πάρει ο ύπνος στο κρεβάτι του). Συνήθως η έναρξη της πρωτοπαθούς αϋπνίας σχετίζεται με κάποια εξωτερική ή εσωτερική ψυχοπιεστική κατάσταση που τελικά παρέρχεται, αλλά η αϋπνία παραμένει και «αυτονομείται».
Η διαταραχή αρχίζει συνήθως κατά τη 2η-3η δεκαετία της ζωής, είναι συχνότερη στις γυναίκες και μπορεί να επιπλακεί με κατάχρηση αλκοόλ, υπνωτικών και ηρεμιστικών φαρμάκων. Το ψυχολογικό προφίλ της προσωπικότητας χαρακτηρίζεται κυρίως από άγχος, εσωστρέφεια και αδυναμία εξωτερίκευσης των συναισθημάτων. Η πρωτοπαθής αϋπνία, εφόσον δεν αντιμετωπισθεί έγκαιρα, έχει την τάση να μεταπέσει σε χρόνια και δυσίατη κατάσταση.
Η διάγνωση της αϋπνίας τίθεται κατά κύριο λόγο κλινικά, στην εκτίμηση δε του μεγέθους του προβλήματος, στην καταγραφή της πορείας της, καθώς και για ερευνητικούς σκοπούς, χρησιμοποιούνται κατάλληλα σχεδιασμένες κλίμακες και ερωτηματολόγια, όπως το Leeds Sleep Evaluation Questionnaire, το Pittsburgh Sleep Quality Index και η Κλίμακα Αϋπνίας Αθηνών (Athens Insomnia Scale), που βασίζεται στα διαγνωστικά κριτήρια του ICD-10 για την αϋπνία.
Η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει κυρίως την αϋπνία που οφείλεται σε μη τήρηση των κανόνων υγιεινής του ύπνου, σε συναισθηματικές διαταραχές, σε διαταραχή γενικευμένου άγχους και σε διάφορες άλλες ψυχιατρικές καταστάσεις.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της αϋπνίας συνίσταται αρχικά στην αντιμετώπιση της υποκείμενης πρωτογενούς διαταραχής, εφόσον υπάρχει. Επίσης, εφαρμόζονται μέτρα υγιεινής του ύπνου, χορηγούνται αγχολυτικά και υπνωτικά φάρμακα (βενζοδιαζεπίνες ή νεότερα μη βενζοδιαζεπινούχα υπνωτικά) για περιορισμένο χρονικό διάστημα και χρησιμοποιούνται ψυχοθεραπευτικές μέθοδοι για την αντιμετώπιση της (κυρίως γνωσιακού-συμπεριφορικού τύπου ψυχοθεραπεία και διάφορες τεχνικές χαλάρωσης). Πρωταρχικής σημασίας είναι η εφαρμογή των μέτρων υγιεινής που ευοδώνουν τον ύπνο, δηλαδή: έγερση και κατάκλιση την ίδια ώρα κάθε μέρα, αποφυγή των σύντομων ύπνων κατά τη διάρκεια της ημέρας, διακοπή χρήσης φαρμάκων και ουσιών που δρουν διεγερτικά στο ΚΝΣ, προγραμματισμένη σωματική άσκηση μέσα στην ημέρα, αποφυγή δραστηριοτήτων που ευοδώνουν την εγρήγορση πριν από τον νυκτερινό ύπνο, χαλαρές και ευχάριστες δραστηριότητες κατά τις απογευματινές ώρες, αποφυγή μεγάλων νυκτερινών γευμάτων και βέβαια μέριμνα για άνετες συνθήκες ύπνου. Τέλος, καθώς συνήθως η αϋπνία είναι αποτέλεσμα και του ψυχολογικού προφίλ που αναφέρθηκε παραπάνω (εσωστρέφεια, δυσκολία εξωτερίκευσης συναισθημάτων), η οποιαδήποτε αντιμετώπιση θα πρέπει να βασίζεται στη σχέση και επικοινωνία ασθενούς-ιατρού η οποία θα πρέπει να επιτρέψει σταδιακά στον ασθενή να εκφράσει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του, αποσυνδέοντας έτσι σιγά-σιγά το πρόβλημα του ύπνου από τα άλλα προβλήματα που τον απασχολούν, και μετατοπίζοντας την επικέντρωση του από το θέμα της αϋπνίας στους υποκείμενους προβληματισμούς και ανησυχίες.